-
1 χόλος
χόλος, ὁ, in Prosa gew, χολή (w. m. s.), Galle; Hom., bes. als Ursache des Zornes, Hasses, μάλ' οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν Il. 2, 241, χόλῳ ἄρα σ' ἔτρεφε μήτηρ 16, 203; – dah. Zorn, Groll, Grimm : πὰρ Διὸς ἀϑανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχϑη 15, 122; χόλον πέσσειν 4, 513 u. öfter; χόλος ἔτ' ἔχει ϑυμόν 9, 675; χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ 436 u. öfter; von einer Schlange Il. 22, 94; Hes.; Pind. βαρυπάλαμον ὄρσαι P. 11, 23; Tragg. oft; χόλος τινός, Zorn gegen Einen, auch τινί H. h. Cer. 351. 410; χόλον ἐνέχειν τινί Her. 1, 118, öfter; χόλος τινός auch Zorn wegen einer Sache, Soph. Phil. 327; χόλος μόχϑων, das Bittere, Herbe der Leiden, Aesch. Prom. 313; μέγαν χόλον σοι καὶ τέκνοισιν εἶχεν Eur. Hec. 1118; οὐδὲ παύσεται χόλος Med. 94; πόσει πάρες χόλον I. A. 1609; κινεῖ χόλον Med. 99; παύει δ' ἀργαλέης ἔριδος χόλον Solon bei Dem. 19, 255 ff.; einzeln bei Sp., wie Pallad. 6 (XI, 381), Luc. Amor. 2.
-
2 χόλος
II generally, metaph., gall, bitter anger, wrath,οὐκ Ἀχιλῆϊ χ. φρεσίν Il.2.241
;φρενῶν χ. E.Med. 1266
(lyr.);χ. καὶ μῆνις Il.15.122
;χ. λάβε τινά 1.387
, etc.;χ. ἔδυ τινά 9.553
;χ. δάμασσέ τινα 18.119
;χ. ᾕρει τινά 4.23
;χ. ἔμπεσε θυμῷ 9.436
, etc.; χ. ἔχει θυμόν ib. 675; ὅτε χ. ἵκοι τινά ib. 525; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ib. 646; χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (v. sub vocc.); σβέσσαι χ. ib. 678;παῦσαι 1.192
, etc.;ἐᾶν 9.260
;μεθέμεν 1.283
;ἐξακέσασθαι 4.36
, Od.3.145;ἐκ χόλου μεταστρέψαι ἦτορ Il.10.107
; χόλοιο μεταλήγειν (v. sub voc.); ; χόλου παύθη ib. 533;ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
; ;πόσει πάρες χόλον E.IA 1609
; opp.ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Il.14.50
;χ. ἔνθεο θυμῷ 6.326
;χ. ἐνέχειν τινί Hdt.1.118
, 6.119, 8.27;ἔχειν τινί E.Hec. 1118
;ὄρσαι Pi.P.11.23
;κινεῖν E.Med.99
(anap.);Τυφὼς ἐξαναζέσει χ. A.Pr. 372
; χόλου ἄρξασθαι ib. 201: c. gen. subj., a person's rage, χ. Ἥρης, Ἀθηναίης, Il.18.119 (v. supr.), Od.3.145 (v. supr.): also c. gen. obj., anger towards or because of a person, Il.6.335, 15.138; or anger for, because of a thing,τίνος χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας; S.Ph. 328
;ὧν ἔχων χ. Id.Tr. 269
: also ὄφραἑ.. χόλου.. ἀθανάτοις παύσειεν h.Cer. 350
, cf. 410, E.HF 840.2 bitterness,ἔριδος χ. Sol.4.39
.3 cause of anger, AP11.381 (Pall.) —In Prose used only by Hdt. and late writers, as Luc.Am.2. (On the Root, v. χολή.)
См. также в других словарях:
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek